- πετρογένεση
- η, Ντο σύνολο των διεργασιών σχηματισμού τών πετρωμάτων και ιδιαίτερα τών εκρηξιγενών και τών μεταμορφωμένων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrogenesis < πέτρα + γένεση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετρογενετικός — ή, ό, Ν [πετρογένεση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πετρογένεση («πετρογενετικό ορυκτό») … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek